- φορμάρομαι
- φορμάρομαι, φορμαρίστηκα, φορμαρισμένος βλ. πίν. 54
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
φορμάρω — Ν 1. δίνω μορφή, δίνω σχήμα σε κάτι, διαμορφώνω 2. καλουπώνω 3. μέσ. φορμάρομαι αποκτώ φόρμα, αποκτώ καλή φυσική κατάσταση και καλή ψυχική διάθεση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. formare < forma < λατ. forma «σχήμα, μορφή»] … Dictionary of Greek